- επιπρόσθησις
- (-εως) η уст.1) загораживание, закрытие, скрытие; 2) астр. затмение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιπρόσθησις — being before fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπροσθήσει — ἐπιπρόσθησις being before fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιπροσθήσεϊ , ἐπιπρόσθησις being before fem dat sg (epic) ἐπιπρόσθησις being before fem dat sg (attic ionic) ἐπιπροσθέω to be before aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιπροσθέω to be before… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπροσθήσεις — ἐπιπρόσθησις being before fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιπρόσθησις being before fem nom/acc pl (attic) ἐπιπροσθέω to be before aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιπροσθέω to be before fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπροσθήσεσι — ἐπιπρόσθησις being before fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπρόσθησιν — ἐπιπρόσθησις being before fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπρόσθηση — η (AM ἐπιπρόσθησις) [επιπροσθώ] 1. παρεμβολή μεταξύ άλλων, παρεμπόδιση, παρακώλυση 2. επικάλυψη, επισκίαση μσν. επιπλέον προσθήκη αρχ. (για πράγμ.) αυτό που χρησιμεύει για απόκρυψη, για κάλυψη … Dictionary of Greek
ἐπιπροσθήσεων — ἐπιπροσθήσεω̆ν , ἐπιπρόσθησις being before fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπροσθήσεως — ἐπιπροσθήσεω̆ς , ἐπιπρόσθησις being before fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)